πυροβόλο

πυροβόλο
Βλητική μηχανή μήκους 22 διαμετρημάτων, κατάλληλη να προσδίδει υψηλές αρχικές ταχύτητες στα βλήματα, τα οποία μπορούν να φτάσουν μεγάλα βεληνεκή με ευθυτενείς τροχιές. Τα π. εναντίον γηίνων και ναυτικών στόχων σκοπεύουν γενικά σε μικρές γωνίες σκόπευσης και πυροβολούν με γωνία ανύψωσης όχι μεγαλύτερη των 45°. Αντίθετα, τα ολμοβόλα και τα οβιδοβόλα έχουν καμπύλη τροχιά και δίνουν στα βλήματα αρχική ταχύτητα αισθητά χαμηλότερη και βάλλουν με μεγάλες γωνίες σκόπευσης και γωνίες ανύψωσης άνω των 45°, όταν χρειάζεται να πετύχουν στόχους καλυμμένους για την ευθυτενή βολή. Παλαιό σχετικά όπλο, το π. έχει υποστεί ουσιώδεις μεταβολές τα τελευταία χρόνια ακολουθώντας τις γενικότερες εφαρμογές της τεχνολογίας, για να φτάσει, στην πιο εξελιγμένη σημερινή μορφή του, στο ατομικό πυροβόλο. Το πυροβόλο «Τσάρος» κατασκευασμένο στα 1586. Στρατιώτες φορτώνουν πυροβόλο όπλο στο βόρειο Αφγανιστάν (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
το, Ν
στρ. βλ. πυροβόλος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πυροβόλο — το 1. όνομα των όπλων που λειτουργούν με εσωτερική καύση πυρίτιδας. 2. βαρύ, μη φορητό όπλο, αλλ. τηλεβόλο, κανόνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηλεκτρονικό πυροβόλο — Διάταξη παραγωγής δέσμης από ηλεκτρόνια υψηλής ταχύτητας βασικό τμήμα του κινησιοσκοπίου. Βλ. λ. κινησιοσκόπιο …   Dictionary of Greek

  • όλμος — Πυροβόλο με μήκος κατώτερο των δέκα διαμετρημάτων και βασικά χαρακτηριστικά τη χαμηλή αρχική ταχύτητα των βλημάτων του και τη μεγάλη καμπυλότητα της τροχιάς τους. Η βολή του ό. γίνεται με γωνίες ύψωσης ανώτερες των 45° και συνεπώς με μεγάλες… …   Dictionary of Greek

  • άρμα μάχης — Όχημα, ερπυστριοφόρο και θωρακισμένο, οπλισμένο βασικά με πυροβόλο και πολυβόλα. Τα ά.μ. χαρακτηρίζονται από την ικανότητά τους να κινούνται σχεδόν σε οποιοδήποτε έδαφος από την προστασία του θώρακα και την ισχύ πυρός. Διακρίνονται σε ελαφρά (για …   Dictionary of Greek

  • οπισθοδρόμηση — Κίνηση προς τα πίσω, που εκτελεί ένα οποιοδήποτε πυροβόλο όπλο. Η κίνηση αυτή οφείλεται στην ενέργεια των αέριων εκπυρσοκρότησης, που, εκτός από την εκτόξευση του βλήματος, ασκούν και μια αξονική πίεση στο κλείστρο του όπλου· αντίθετα με ό,τι… …   Dictionary of Greek

  • κινησιοσκόπιο — Ηλεκτρονική διάταξη η οποία μετατρέπει σε ορατές εικόνες τις μεταβολές εύρους των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων που λαμβάνει μια συσκευή τηλεόρασης από τον σταθμό ο οποίος εκπέμπει. Το κ. αποτελείται από έναν γυάλινο σωλήνα, στο εσωτερικό του οποίου… …   Dictionary of Greek

  • όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… …   Dictionary of Greek

  • Κατσώνης — Υποβρύχιο του ελληνικού πολεμικού στόλου, το οποίο ναυπηγήθηκε την περίοδο 1926 27 στη Γαλλία. Είχε εκτόπισμα 556 τόνων στην επιφάνεια και 775 σε κατάδυση και η ταχύτητά του ήταν 14 και 9 κόμβοι αντίστοιχα. Το Κ. ήταν εξοπλισμένο με έξι… …   Dictionary of Greek

  • βομβάρδα — Γενική ονομασία των πρώτων πυροβόλων που κατασκευάστηκαν κατά το τέλος του 14ου αι. Οι β. κατασκευάζονταν από σίδερο ή σπανιότερα από ορείχαλκο. Αποτελούνταν από ένα εμπρόσθιο μέρος, το τρομπόνι, πολύ βραχύ και μεγάλης διαμέτρου, που δεχόταν την… …   Dictionary of Greek

  • οδηγός — Στη γεωμετρία προκειμένου για μια επιφάνεια ευθειογενή, Ε, κάθε καμπύλη της επιφάνειας αυτής, που τέμνει κάθε γενέτειρα της σε ένα μόνο σημείο (κάθε μία από τις ευθείες της Ε ονομάζεται μία γενέτειρά της). Έτσι κάθε τομή από επίπεδο μιας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”